- σήπηται
- σήπωmake rottenpres subj mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρωτιώ — εὐρωτιῶ, άω (Α) [ευρώς] προσβάλλομαι από ευρώτα, από μούχλα («μὴ σήπηται μήδ εὐρωτιᾷ», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek